κάρεξ

κάρεξ
(Carex). Γένος μονοκοτυλήδονων, πολυετών, αγρωστόμορφων ποωδών φυτών της οικογένειας των κυπηριδών. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 40 είδη, γνωστά με τις ονομασίες σπαθόχορτα, ξιφάρες και μαχαιρίδια. Αυτοφύονται στις όχθες των τελμάτων, στα χαντάκια και σε άγονες, χερσαίες τοποθεσίες. Με το πλούσιο ριζικό τους σύστημα συγκρατούν το χώμα σε επικλινή εδάφη και στις όχθες μικρών ποταμών. Χαρακτηρίζονται από τους τριγωνικούς βλαστούς, τα γραμμοειδή, αγρωστόμορφα, μακριά τους φύλλα και από τα κιτρινωπά ή καφέ άνθη τους. Το κ. περιλαμβάνει συνολικά μεγάλο αριθμό ειδών, τα οποία έχουν οικονομική και οικολογική σημασία, αν και αρκετά από αυτά θεωρούνται επιβλαβή ή ζιζάνια· για παράδειγμα, ένα είδος χρησιμοποιείται ως πηγή αχύρου, άλλα έχουν γεωργικές χρήσεις, ενώ, τέλος, άλλα χρησιμοποιούνται στην υφαντουργία ή ως διακοσμητικά. Τα είδη του γένους κάρεξ είναι πόες που ευδοκιμούν σε υγρά εδάφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μικρόθερμα φυτά — Φυτά των οποίων ο βιολογικός κύκλος μπορεί να εξελίσσεται ενεργά μόνο σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών και συγκεκριμένα μεταξύ 15° και 0°C, με θερμικό άριστο κάτω των 10°C. Μικρόθερμα φυτά είναι η βετούλη, οι νάνες ιτιές, χαμόφυτα της τούνδρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”